- μαρμαροθέτημα
- το, -ατοςτα μικρά μαρμάρινα πλακίδια σε διάφορα χρώματα και σχήματα με τα οποία επιστρώνουν ναούς, πλατείες κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρμαροθέτημα — ατος, το αρχιτ. ψηφιδωτό από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου με το οποίο στρώνεται το δάπεδο, αλλ. μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + θέτημα (< θέτω)] … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek